Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

οι επίδεσμοι

  • 1 средство

    средство с 1) το μέσο, ο τρόπος; \средствоа связи τα μέσα συγκοινωνίας; использовать все \средствоа χρησιμοποιώ όλα τα μέσα 2) (медицинское и т. л.) το φάρμακο; перевязочные \средствоа οι επίδεσμοι
    * * *
    с
    1) το μέσο, ο τρόπος

    сре́дства свя́зи — τα μέσα συγκοινωνίας

    испо́льзовать все сре́дства — χρησιμοποιώ όλα τα μέσα

    2) (медицинское и т. п.) το φάρμακο

    перевя́зочные сре́дства — οι επίδεσμοι

    Русско-греческий словарь > средство

  • 2 материал

    материал
    м I. прям., перен τό ὑλι-κόν, ἡ ὑλη:
    строительный \материал τά οἰκοδομικά ὑλικά· упаковочный \материал τό χαρτί γιά ἀμπαλλάρισμα· перевязочный \материал ἐπιδετι-κό ὑλικό, ὁ£ ἐπίδεσμοι· сопротивление \материалов ἡ ἀντίστασις τῶν ὑλῶν
    2. (ткань) τό ὑφασμα.

    Русско-новогреческий словарь > материал

  • 3 перевязочный

    перевязочный
    прил:
    \перевязочныйочный пункт ὁ σταθμός ἐπίδεσης· \перевязочныйочные материалы οἱ ἐπίδεσμοι.

    Русско-новогреческий словарь > перевязочный

  • 4 материал

    α.
    1. ύλη• υλικό•

    строительный материал οικοδομικό υλικό•

    горячий материал καύσιμη ύλη•

    упаковочный материал υλικό αμπαλαρίσματος (ύφασμα ή χαρτί)•

    перевязочный материал υλικό επίδεσης (οι επίδεσμοι)•

    сопротивление -ов αντοχή υλικών.

    2. μτφ. πλθ. -ы, -ов στοιχεία, δεδομένα, πληροφορίες•

    -ы биографии Александра Великого υλικά βιογραφίας του Μέγα Αλέξανδρου•

    -ы съезда υλικά του συνεδρίου.

    3. ύφασμα, πανί.

    Большой русско-греческий словарь > материал

  • 5 перевязочный

    επ.
    1. της επίδεσης•

    перевязочный материал υλικό επίδεσης• επίδεσμοι•

    -ые средства μέσα επίδεσης.

    2. ουσ. θ. -ая θάλαμος επίδεσης.

    Большой русско-греческий словарь > перевязочный

См. также в других словарях:

  • ἐπίδεσμοι — ἐπίδεσμος upper masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίδεση — Η εφαρμογή επιδέσμων ως θεραπευτικό μέσο. Στην αρχαιότητα, η εφαρμογή της ήταν ευρέως διαδεδομένη, ενώ στη σύγχρονη εποχή, η σημασία της έχει περιοριστεί από τη χρήση νέων συντηρητικών και χειρουργικών μέσων θεραπείας. Η τέχνη της ε. αναπτύχθηκε… …   Dictionary of Greek

  • οθόνιο(ν) — το (Α ὀθόνιον και ὀθόνειον) [οθόνη] 1. τεμάχιο οθόνης, τεμάχιο λεπτού λινού υφάσματος, λινό ύφασμα 2. στον πληθ. τα οθόνια λινοί επίδεσμοι ή ξαντό για τα τραύματα αρχ. 1. ύφασμα κατάλληλο για την κατασκευή ιστίων πλοίου 2. στον πληθ. α) λινά… …   Dictionary of Greek

  • σπειροειδής — Στα μαθηματικά, κατηγορία καμπυλών του επίπεδου, γνωστότερες από τις οποίες είναι: η σπειροειδής του Αρχιμήδη (και «έλικα του Αρχιμήδη»)· η εξίσωση της σε πολικές συντεταγμένες είναι: ρ = αθ, όπου α ο πραγματικός αριθμός. Η καμπύλη αυτή… …   Dictionary of Greek

  • σφιχτός — ή, ό / σφίγκτός, ή, όν, ΝΜΑ, και σφικτός, ή, ό Ν 1. αυτός που σφίγγει, που περιβάλλει κάτι πιεστικά, που συσφίγγει (α. «σφιχτό παπούτσι» β. «σφιχτός κόμπος» γ. «σφιγκτότεροι τοῡ δέοντος οἱ ἐπίδεσμοι», Παύλ. Αιγ.) 2. καλά σφιγμένος (α. «σφιχτή… …   Dictionary of Greek

  • τόνιος — ία, ον, Α [τόνος] 1. τονικός 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ τόνια οι χειρουργικοί επίδεσμοι …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»