-
1 средство
средство с 1) το μέσο, ο τρόπος; \средствоа связи τα μέσα συγκοινωνίας; использовать все \средствоа χρησιμοποιώ όλα τα μέσα 2) (медицинское и т. л.) το φάρμακο; перевязочные \средствоа οι επίδεσμοι* * *с1) το μέσο, ο τρόποςсре́дства свя́зи — τα μέσα συγκοινωνίας
испо́льзовать все сре́дства — χρησιμοποιώ όλα τα μέσα
2) (медицинское и т. п.) το φάρμακοперевя́зочные сре́дства — οι επίδεσμοι
-
2 материал
материалм I. прям., перен τό ὑλι-κόν, ἡ ὑλη:строительный \материал τά οἰκοδομικά ὑλικά· упаковочный \материал τό χαρτί γιά ἀμπαλλάρισμα· перевязочный \материал ἐπιδετι-κό ὑλικό, ὁ£ ἐπίδεσμοι· сопротивление \материалов ἡ ἀντίστασις τῶν ὑλῶν2. (ткань) τό ὑφασμα. -
3 перевязочный
перевязочныйприл:\перевязочныйочный пункт ὁ σταθμός ἐπίδεσης· \перевязочныйочные материалы οἱ ἐπίδεσμοι. -
4 материал
-а α.1. ύλη• υλικό•строительный материал οικοδομικό υλικό•
горячий материал καύσιμη ύλη•
упаковочный материал υλικό αμπαλαρίσματος (ύφασμα ή χαρτί)•
перевязочный материал υλικό επίδεσης (οι επίδεσμοι)•
сопротивление -ов αντοχή υλικών.
2. μτφ. πλθ. -ы, -ов στοιχεία, δεδομένα, πληροφορίες•-ы биографии Александра Великого υλικά βιογραφίας του Μέγα Αλέξανδρου•
-ы съезда υλικά του συνεδρίου.
3. ύφασμα, πανί. -
5 перевязочный
επ.1. της επίδεσης•перевязочный материал υλικό επίδεσης• επίδεσμοι•
-ые средства μέσα επίδεσης.
2. ουσ. θ. -ая θάλαμος επίδεσης.
См. также в других словарях:
ἐπίδεσμοι — ἐπίδεσμος upper masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίδεση — Η εφαρμογή επιδέσμων ως θεραπευτικό μέσο. Στην αρχαιότητα, η εφαρμογή της ήταν ευρέως διαδεδομένη, ενώ στη σύγχρονη εποχή, η σημασία της έχει περιοριστεί από τη χρήση νέων συντηρητικών και χειρουργικών μέσων θεραπείας. Η τέχνη της ε. αναπτύχθηκε… … Dictionary of Greek
οθόνιο(ν) — το (Α ὀθόνιον και ὀθόνειον) [οθόνη] 1. τεμάχιο οθόνης, τεμάχιο λεπτού λινού υφάσματος, λινό ύφασμα 2. στον πληθ. τα οθόνια λινοί επίδεσμοι ή ξαντό για τα τραύματα αρχ. 1. ύφασμα κατάλληλο για την κατασκευή ιστίων πλοίου 2. στον πληθ. α) λινά… … Dictionary of Greek
σπειροειδής — Στα μαθηματικά, κατηγορία καμπυλών του επίπεδου, γνωστότερες από τις οποίες είναι: η σπειροειδής του Αρχιμήδη (και «έλικα του Αρχιμήδη»)· η εξίσωση της σε πολικές συντεταγμένες είναι: ρ = αθ, όπου α ο πραγματικός αριθμός. Η καμπύλη αυτή… … Dictionary of Greek
σφιχτός — ή, ό / σφίγκτός, ή, όν, ΝΜΑ, και σφικτός, ή, ό Ν 1. αυτός που σφίγγει, που περιβάλλει κάτι πιεστικά, που συσφίγγει (α. «σφιχτό παπούτσι» β. «σφιχτός κόμπος» γ. «σφιγκτότεροι τοῡ δέοντος οἱ ἐπίδεσμοι», Παύλ. Αιγ.) 2. καλά σφιγμένος (α. «σφιχτή… … Dictionary of Greek
τόνιος — ία, ον, Α [τόνος] 1. τονικός 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ τόνια οι χειρουργικοί επίδεσμοι … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek